στρατοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοφύλαξ Medium diacritics: στρατοφύλαξ Low diacritics: στρατοφύλαξ Capitals: ΣΤΡΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: stratophýlax Transliteration B: stratophylax Transliteration C: stratofylaks Beta Code: stratofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.

German (Pape)

[Seite 952] ακος, ὁ, Lagerwächter, Aufseher, Hüter des Lagers od. Heeres, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ διοικῶν τὸν στρατόν, Στράβ. 567.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sentinelle.
Étymologie: στρατός, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
διοικητής στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + φύλαξ.

Greek Monotonic

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, σε Στράβ.

Middle Liddell

στρᾰτο-φύ˘λαξ, ακος,
a commanding officer, Strab.