τελματώδης

From LSJ
Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελμᾰτώδης Medium diacritics: τελματώδης Low diacritics: τελματώδης Capitals: ΤΕΛΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: telmatṓdēs Transliteration B: telmatōdēs Transliteration C: telmatodis Beta Code: telmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A marshy, swampy, muddy, λίμνη Arist.HA570a8; πεδίον D.S.1.30; ὕδωρ Plu.Mar.38; χωρία Gal.6.702.    II τελματώδεα parts of the body full of humours, Hp.Gland.4.

German (Pape)

[Seite 1088] ες, sumpfartig, morastig, schlammig; Arist. H. A. 6, 16; ὕδωρ, Plut. Mir. 43; Schol. Il. 21, 172.

Greek (Liddell-Scott)

τελμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ἑλώδης, βαλτώδης, λασπώδης, λίμνη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2· πεδίον Διόδ. 1. 30· ὕδωρ Πλουτ. Μάρ. 38. ΙΙ. τελματώδεα, μέρη τοῦ σώματος πλήρη ὑγρῶν ἀκαθάρτων, Ἱππ. 271. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
marécageux, bourbeux.
Étymologie: τέλμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τελματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέλμα, -ατος]
ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.)
νεοελλ.
μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση»)
αρχ.
1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελματώδεα
τα μέρη του σώματος που είναι γεμάτα από σωματικά υγρά.

Greek Monotonic

τελμᾰτώδης: -ες (εἶδος), ελώδης, βαλτώδης, λασπώδης, ὕδωρ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τελμᾰτώδης: 1) болотистый (λίμνη Arst.; πεδίον Diod.);
2) заболоченный, илистый (ῥεύματα Plut.).