τρίκρανος

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκρᾱνος Medium diacritics: τρίκρανος Low diacritics: τρίκρανος Capitals: ΤΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: tríkranos Transliteration B: trikranos Transliteration C: trikranos Beta Code: tri/kranos

English (LSJ)

ον,

   A three-headed, Ἅιδου σκύλαξ, of Cerberus, S.Tr.1098, cf. E.HF611,1277; μήτηρ τ., of Rhea, prob. in CIG4121 (Galatia).

German (Pape)

[Seite 1144] dreiköpfig; der Kerberus, Ἅιδου σκύλαξ, Soph. Trach. 1088; κύων, Eur. Herc. Fur. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, τρικέφαλος, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1078, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 611, 1277· μήτηρ τρ., ἡ Ρέα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρικάρηνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τρία κεφάλια, τρικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κρανος (< κρᾶνος, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. πολύ-κρανος].

Greek Monotonic

τρίκρᾱνος: -ον, αυτός που έχει τρία κεφάλια, τρικέφαλος, λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίκρανος -ον [τρι -, κάρα] driehoofdig.