φιλαναγνώστης
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fond of reading, Plu.Alex.8.
German (Pape)
[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.
Greek Monotonic
φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλαναγνώστης: ου ὁ любитель чтения Plut.