φυλλόκομος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A thick-leaved, μῖλαξ Ar.Av.215 (anap.); μελία ib.742 (lyr.)
German (Pape)
[Seite 1315] mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλόκομος: -ον, πυκνόφυλλος, σμῖλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 215· μελία αὐτόθι 742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la chevelure de feuillage.
Étymologie: φύλλον, κόμη.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό-κομος, χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
φυλλόκομος: -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φυλλόκομος: покрытый листьями, густолиственный (σμῖλαξ Arph.).