κάρηνον

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρηνον Medium diacritics: κάρηνον Low diacritics: κάρηνον Capitals: ΚΑΡΗΝΟΝ
Transliteration A: kárēnon Transliteration B: karēnon Transliteration C: karinon Beta Code: ka/rhnon

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dor. κάρᾱνον A.Ch.396 (lyr.), Mosch.1.12 (Ion.

   A κάρηνον 2.87); in derivs. the ᾱ prevails: (v. κάρα A):—head, mostly in pl. (as always in Hom.), ἀνδρῶν κάρηνα, periphr. for ἄνδρες, Il.11.500; νεκύων ἀμενηνὰ κ. Od.10.521, etc.; βοῶν ἴφθιμα κ. Il.23.260; ἵππων ξανθὰ κ. 9.407: metaph., of mountain peaks, Οὐλύμποιο κ. 1.44, etc.; of towns, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα 2.117, 9.24; Μυκάλης αἰπεινὰ κ. 2.869: in pl., of a single person, κάρηνα . . Μελανίππου σπάσας E.Fr.537: sg. in h.Hom.8.12, 28.8, Mosch.ll. cc., Coluth.264, Anacreont. 1.11.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, der Kopf, = κάρη, im sing. H. h. 8, 12. 28, 8, sonst im plur.; κάρηνα Τρώων, die Troer, Il. 11, 158; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od. 10, 521; ἵππων ξανθὰ κάρηνα Il. 9, 407; βοῶν ἴφθιμα κάρ. 23, 260. Auch vom Gipfel des Berges, Οὐλύμποιο καρήνων Il. 1, 44, Μυκάλης αἰπεινὰ κάρ. 2, 869, ὀρέων 20, 58; πολίων 2, 117; sp. D., wie Anacr. 1, 11. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. tête;
II. p. anal.
1 cime d’une montagne;
2 point culminant d’une ville, citadelle, tour.
Étymologie: κάρη.

English (Autenrieth)

(κάρη): only pl., heads, also summits (ὀρέων), and of towers, battlements, Il. 2.117.

Greek Monolingual

κάρηνον και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α)
1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.)
3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα μέσω ενός αμάρτ. τ. κάρασνον].

Greek Monotonic

κάρηνον: τό, Δωρ. κάρᾱνον (κάρη
1. κεφάλι, κυρίως στον πληθ. ἀνδρῶν κάρηνα, περιφρ. αντί ἄνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· νεκύων κ. αντί νέκυες, σε Ομήρ. Οδ.· βοῶν κ., όπως λέμε, τόσα κεφάλια βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ. λέγεται για βουνοκορφές, Οὐλύμποιο κ., στο ίδ.· λέγεται και σε πόλεις, ακρόπολη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κάρηνον: дор. κάρᾱνον (κᾰ) τό преимущ. pl.
1) голова (κάρανα δαΐζειν Aesch.): (описательно) κάρηνα Τρώων Hom. = Τρῶες; ἵππων κάρηνα Hom. = ἵπποι; νεκύων κάρηνα Hom. = νέκυες;
2) вершина, высота (Οὐλύμποιο, πολίων Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρηνον -ου, τό, Dor. κάρανον [κάρα] hoofd, meestal plur.; spec. ter omschrijving van persoon:; πίπτε κάρηνα Τρώων φευγόντων de Trojanen vielen op hun vlucht Il. 11.157; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα de krachteloze doden Od. 10.521; overdr. hoogste punt, top:. κατ ’ Οὐλύμποιο καρήνων van de toppen van de Olympus af Il. 1.44; πολλάων πολίων κατέλυε κάρηνα van vele steden heeft hij de citadel verwoest Il. 2.117.