προσαύω

From LSJ
Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαύω Medium diacritics: προσαύω Low diacritics: προσαύω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΩ
Transliteration A: prosaúō Transliteration B: prosauō Transliteration C: prosayo Beta Code: prosau/w

English (LSJ)

   A burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

approcher : τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.

Greek Monolingual

Α
καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔω «ανάβω, καίω»].

Greek Monotonic

προσαύω: μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).

Russian (Dvoretsky)

προσαύω: обжигать (πόδα πυρί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619.