δύσκαπνος

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαπνος Medium diacritics: δύσκαπνος Low diacritics: δύσκαπνος Capitals: ΔΥΣΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: dýskapnos Transliteration B: dyskapnos Transliteration C: dyskapnos Beta Code: du/skapnos

English (LSJ)

ον,

   A noisome from smoke, δώματα A.Ag.774 (lyr.).    II producing an unpleasant smoke, Thphr.Ign.72; φοῖνιξ Chaerem.39 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 682] 1) sehr räucherig, δώματα Aesch. Ag. 750. – 2) einen widrigen, starken Rauch gebend, ξύλα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκαπνος: -ον, πολὺ καπνισμένος, ἄθλιος ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfumé.
Étymologie: δυσ-, καπνός.

Spanish (DGE)

-ον
1 ahumado, oscurecido por el humo δώματα A.A.774.
2 de humo desagradable, molesto de la madera húmeda al ser quemada, Thphr.HP 5.9.5, cf. Ign.72, φοῖνιξ Chaerem.39.

Greek Monolingual

δύσκαπνος, -ον (Α)
1. ο υπερβολικά καπνισμένος, άθλιος από τον καπνό
2. αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό.

Greek Monotonic

δύσκαπνος: -ον, επιβλαβής, δύσοσμος από τον καπνό, καπνώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκαπνος: полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-καπνος, ον
noisome from smoke, smoky, Aesch.