εὔκνημος

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκνημος Medium diacritics: εὔκνημος Low diacritics: εύκνημος Capitals: ΕΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: eúknēmos Transliteration B: euknēmos Transliteration C: eyknimos Beta Code: eu)/knhmos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful ankle, πούς AP5.202 (Asclep.); with handsome legs, of a statue, Plin.HN34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; with strong calves, UPZ121.6 (ii B.C.).    II as Subst., a plant in Nic. Th.648, Al.372.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Waden, Poll.; πούς, Asclepds. 30 (V, 203); – εὔκνημος ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκνημος: -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, ἤγουν εὐκλάδου. ἢ εἶδος βοτάνης», πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξιφ. 372.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles jambes ; subst.εὔκνημος polycnème, plante.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)
αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες
2. το αρσ. ως ουσ. εὔκνημος
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].

Greek Monotonic

εὔκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκνημος: с изящной голенью (πούς Anth.).

Middle Liddell

εὔ-κνημος, ον κνήμη
with beautiful legs, Anth.