προπλέω

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπλέω Medium diacritics: προπλέω Low diacritics: προπλέω Capitals: ΠΡΟΠΛΕΩ
Transliteration A: propléō Transliteration B: propleō Transliteration C: propleo Beta Code: prople/w

English (LSJ)

   A sail before, Th.4.120; cf. προπλώω.

German (Pape)

[Seite 740] (s. πλέω), vorher- od. vorausschiffen, Thuc. 4, 120 u. Sp. S. auch προπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

προπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. προπλώω.

French (Bailly abrégé)

naviguer devant.
Étymologie: πρό, πλέω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προπλώω Α
πλέω προηγουμένως ή πλέω μπροστά από κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

προπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προπλέω: плыть впереди: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πλέω en προπλώω vooruit varen.