καγχάζω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
later form for καχάζω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1278] s. καχάζω u. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
καγχάζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ καχάζω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
1 rire aux éclats;
2 p. ext. se moquer de qqn en gén.
Étymologie: forme réc. de καχάζω ; R. Χαδ, avec redoubl. et nasalisat. ; cf. χάσκω, χανδάνω, lat. cachinnus.
Greek Monolingual
(Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω)
1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω
2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ].
Greek Monotonic
καγχάζω: μεταγεν. τύπος αντί καχάζω, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
καγχάζω: 1) громко смеяться, хохотать Arph., Anth.: κ. ἐπί τινι Luc. смеяться над кем-л.;
2) насмехаться (καγχάζοντες γλῶσσαι Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καγχάζω zie καχάζω.