σύμπυκνος
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A pressed together, compressed, tight, X.Eq.10.10.
German (Pape)
[Seite 990] dicht oder eng zusammengedrängt, Xen. equ. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, κατάπυκνος, σφικτός, Ξεν. Ἱππ. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compact.
Étymologie: σύν, πυκνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πυκνός.
Greek Monotonic
σύμπυκνος: -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, σφιχτός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σύμπυκνος: плотный, твердый, жесткий Xen.