ἐπικράτησις

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτησις Medium diacritics: ἐπικράτησις Low diacritics: επικράτησις Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΙΣ
Transliteration A: epikrátēsis Transliteration B: epikratēsis Transliteration C: epikratisis Beta Code: e)pikra/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mastering, conquest of, Αἰγινητῶν Th.1.41.    II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ Ῥώμῃ D.C.47.21.    III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, das Ueberwältigen, der Sieg, τῶν Αἰγινητῶν, über die Aeg., Thuc. 1, 41; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, νικᾶν, καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, κυριαρχία, κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
victoire sur, gén..
Étymologie: ἐπικρατέω.

Greek Monotonic

ἐπικράτησις: -εως, ἡ, νίκη έναντι, τινος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικράτησις: εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.).

Middle Liddell

ἐπικράτησις, εως
victory over, τινος Thuc.