θεμείλια

From LSJ
Revision as of 11:30, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμείλια Medium diacritics: θεμείλια Low diacritics: θεμείλια Capitals: ΘΕΜΕΙΛΙΑ
Transliteration A: themeília Transliteration B: themeilia Transliteration C: themeilia Beta Code: qemei/lia

English (LSJ)

τά,=

   A θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί Il. 12.28; θ. τε προβάλοντο 23.255; διέθηκε θ. h.Ap.254; θ. καρτερὰ πήξας AP9.808 (Cyrus), cf. Call.Del.260, Opp.H.5.680: θέμειλα, Epigr.Gr.1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, AP9.649 (Maced.), 14.115.

Greek (Liddell-Scott)

θεμείλια: τά = θέμεθλα, θεμείλια.., τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Μ. 28· θεμ. τε προβάλοντο Ψ. 255· διέθηκε θεμ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 254· θεμ. καρτερὰ πήξας Ἀνθ. Π. 9. 808· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 680. Καλλ. εἰς Δῆλ. 260. - Ὁ τύπος θέμειλα εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 270, κ. ἀλλ.· ἑνικ. θέμειλον Ἀνθ. Π. 9. 649., 14. 115. - Πρβλ. θεμέλιος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. θέμεθλον.

Greek Monolingual

θεμείλια, τα (Α)
επικ. τ. αντί θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός].

Greek Monotonic

θεμείλια: τά, = θέμεθλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεμείλια: τά Hom., HH, Anth. = θέμεθλα.