διακεάζω

From LSJ
Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακεάζω Medium diacritics: διακεάζω Low diacritics: διακεάζω Capitals: ΔΙΑΚΕΑΖΩ
Transliteration A: diakeázō Transliteration B: diakeazō Transliteration C: diakeazo Beta Code: diakea/zw

English (LSJ)

   A cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.

German (Pape)

[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.

Greek (Liddell-Scott)

διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.

Greek Monolingual

διακεάζω (Α) κεάζω
κόβω στα δύο, σχίζω στα δύο.

Greek Monotonic

διακεάζω: μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

διακεάζω: раскалывать (ξύλα Hom. - in tmesi).

Middle Liddell

fut. άσω
to cleave asunder, Od.