καρκίνιον

From LSJ
Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκῐνιον Medium diacritics: καρκίνιον Low diacritics: καρκίνιον Capitals: ΚΑΡΚΙΝΙΟΝ
Transliteration A: karkínion Transliteration B: karkinion Transliteration C: karkinion Beta Code: karki/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of καρκίνος,

   A hermit-crab, Pagurus, Arist.HA529b20; a smaller species, ib.547b17.    II = καρκίνος 111, Hp.Morb.2.37.    III a kind of slipper, in pl., Herod.7.128.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, dim. von καρκίνος; Arist. H. A. 5, 15; Dorio bei Ath. VII, 300 f.

Greek (Liddell-Scott)

καρκίνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρκίνος, «τό δὲ καλούμενον καρκίνιον τρόπον τινὰ κοινόν ἐστι τῶν τε μαλακοστράκων καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων. Αὐτὸ μόνον γὰρ τῇ φύσει ὅμοιον τοῖς καραβοειδέσι, καὶ γίνεται αὐτὸ καθ’ αὑτό. τῷ εἰσδύεσθαι καὶ ζῆν ἐν ὀστράκῳ, ὅμοιον τοῖς ὀστρακοδέρμοις..., τὴν δὲ μορφὴν ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἀράχναις, πλὴν τὸ κάτω τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ θώρακος μεῖζον ἔχει ἐκείνου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 27 κἑξ.˙ - μικρόν τι εἶδος καρκίνων εὑρισκομένων ἐν ταῖς πίναις (πρβλ. πιννοτήρης, «ἔχουσι δ’ ἐν αὑταῖς (αἱ πῖναι) πιννοφύλακα, αἱ μὲν καρίδιον αἱ δὲ καρκίνιον» αὐτόθι 5. 15, 15.

Greek Monolingual

καρκίνιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καρκίνος)
1. μικρός κάβουρας
2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα
3. ιατρ. κακοήθης όγκος
4. στον πληθ. τὰ καρκίνια
είδος εμβάδων, παντόφλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μαχαίρ-ιον, πόδ-ιον)].

Russian (Dvoretsky)

καρκίνιον: τό маленький краб, рачок Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρκίνιον -ου, τό [καρκίνος] gezwel. Hp.