κάθου
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek (Liddell-Scott)
κάθου: προστ. τοῦ κάθημαι, «κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς» Μοῖρις 215· «κάθου, Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. prés. poét. de κάθημαι;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de καθίημι.
Russian (Dvoretsky)
κάθου: NT (= κάθησο) 2 л. sing. imper. к κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθου imperat. praes. med. 2 sing. van κάθημαι.