νεκροθήκη

From LSJ
Revision as of 17:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροθήκη Medium diacritics: νεκροθήκη Low diacritics: νεκροθήκη Capitals: ΝΕΚΡΟΘΗΚΗ
Transliteration A: nekrothḗkē Transliteration B: nekrothēkē Transliteration C: nekrothiki Beta Code: nekroqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 237] ἡ, Todtenbehältniß, Sarg, Urne, Eur. bei Porphyr. de abstin. 4, 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροθήκη: ἡ, θήκη νεκροῦ, τάφος, ἢ νεκροδόχον ἀγγεῖον, Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17.

Greek Monolingual

η (Α νεκροθήκη)
νεοελλ.
1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος
2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη
3. φέρετρο
αρχ.
υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη.

Russian (Dvoretsky)

νεκροθήκη: ἡ гроб или погребальная урна Eur.