καταβρόχω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. opt. ao. καταβρόξειε;
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, *βρόχω.
Greek Monolingual
καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. ἔ-βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βρόχω alleen aor. opt. καταβρόξειε, opdrinken:. ὃς τὸ καταβρόξειεν wie dat (drankje) opdrinkt Od. 4.222.
Russian (Dvoretsky)
καταβρόχω: (только 3 л. sing. aor. opt. καταβρόξειε) проглатывать, выпивать (τὸ φάρμακον Hom.).