κάλλυσμα

From LSJ
Revision as of 15:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλυσμα Medium diacritics: κάλλυσμα Low diacritics: κάλλυσμα Capitals: ΚΑΛΛΥΣΜΑ
Transliteration A: kállysma Transliteration B: kallysma Transliteration C: kallysma Beta Code: ka/llusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sweeping, in pl., IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr.Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.

German (Pape)

[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.

Greek Monolingual

κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6.