δακτυλόδεικτος

From LSJ
Revision as of 20:41, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλόδεικτος Medium diacritics: δακτυλόδεικτος Low diacritics: δακτυλόδεικτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: daktylódeiktos Transliteration B: daktylodeiktos Transliteration C: daktylodeiktos Beta Code: daktulo/deiktos

English (LSJ)

ον,

   A pointed at with the finger, μέλαθρα A.Ag.1332 (lyr.), cf. PLond.ined.1821.

German (Pape)

[Seite 520] auf den man mit Fingern zeigt, berühmt; δακτυλοδεικτῶν (Conj. δακτυλόδεικτον) δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων, was Lob. paralipp. 497 für das particip. nimmt, manum intentans, qui est gestus obnuentium, Aesch. Ag. 1305.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλόδεικτος: -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. ἀριδείκετος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on montre du doigt, célèbre.
Étymologie: δάκτυλος, δείκνυμι.

Spanish (DGE)

(δακτῠλόδεικτος) -ον
1 señalado con el dedo, famoso δακτυλοδείκτων δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων de los señalados techos nadie lo aleja con su veto A.A.1332.
2 dedo que señala e.e. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.306 (VI d.C.).

Greek Monolingual

δακτυλόδεικτος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -δεικτος < δείκνυμι.

Greek Monotonic

δακτῠλόδεικτος: -ον (δείκνυμι), αυτός που υποδεικνύεται με το δάχτυλο, δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito monstratus, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλόδεικτος: указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλόδεικτος -ον [δάκτυλος, δείκνυμι] met de vinger aangewezen, beroemd.

Middle Liddell

δείκνυμι
pointed at with the finger, Lat. digito monstratus, Aesch.