παντοπώλιον

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοπώλιον Medium diacritics: παντοπώλιον Low diacritics: παντοπώλιον Capitals: ΠΑΝΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: pantopṓlion Transliteration B: pantopōlion Transliteration C: pantopolion Beta Code: pantopw/lion

English (LSJ)

τό,

   A place where all sorts of things are for sale, general market, bazaar, Pl.R.557d, Sammelb.6803iii 11 (iii B. C.), Wilcken Chr.415.78, POxy.520.1,2 (both ii A. D.):—written παντο-πωλεῖον in Aen. Tact.30.1, Poll.7.16.

German (Pape)

[Seite 464] τό, = παντοπωλεῖον, Plat. Rep. VIII, 557 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοπώλιον: τό, τόπος ἔνθα παντὸς εἴδους πράγματα πωλοῦνται, Πλάτ. Πολ. 557D, Πολυδ. Ζ΄, 16· παντοπωλεῖον παρ’ Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu ou boutique où l’on vend des marchandises de toute sorte, bazar.
Étymologie: πᾶν, πωλέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παντοπώλης
τόπος όπου πωλούνται κάθε είδους πράγματα.

Greek Monotonic

παντοπώλιον: τό, μέρος όπου όλα τα πράγματα είναι προς πώληση, γενική αγορά, παζάρι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντοπώλιον -ου, τό [πᾶς, πωλέω] bazaar.

Russian (Dvoretsky)

παντοπώλιον: τό место продажи всевозможных товаров, рынок, базар Plat.