παρανηνέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Ep. for παρανέω, (νέω c, cf. νηέω, νηνέω)
A heap or pile up beside, only impf., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν Od.1.147, cf. 16.51.
Greek (Liddell-Scott)
παρανηνέω: Ἐπικ. ἀντὶ παρανέω (νέω Δ) ἐπισωρεύω πλησίον, μόνον ἐν τῷ παρατ., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν, «παρεσώρευον» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 147, Π. 51· ἴδε ἐν λέξ. νηνέω.
French (Bailly abrégé)
impf. παρενήνεον;
entasser auprès de.
Étymologie: p. *παρανέω, avec redoublement épq., de νέω⁴.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ' ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νηνέω «σωρεύω»].
Greek Monotonic
παρανηνέω: Επικ. αντί παρανέω (νέω), συσσωρεύω ή συναθροίζω, στοιβάζω, μόνο σε παρατ., σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-νηνέω, alleen imperf. 3 sing. παρενήνεεν en 3 plur. παρενήνεον, erbij ophopen.
Russian (Dvoretsky)
παρανηνέω: [из * παρανέω от νέω IV] нагромождать, накладывать (σῖτον ἐν κανέοισιν Hom.).