ποικιλόδειρος

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόδειρος Medium diacritics: ποικιλόδειρος Low diacritics: ποικιλόδειρος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: poikilódeiros Transliteration B: poikilodeiros Transliteration C: poikilodeiros Beta Code: poikilo/deiros

English (LSJ)

ον,

   A with variegated neck, πανέλοπες Alc.84; ἔχις Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyte).    II = ποικιλόγηρυς, ἀηδών Hes.Op.203.

German (Pape)

[Seite 649] mit buntem Halse, mit schillernder Kehle, Beiwort der Nachtigall Hes. O. 205, wo es aber auch vom Gesange verstanden werden kann, mit mannichfach tönender Kehle, u. Ruhnk. ποικιλόγηρυς vermuthet; ἔχις, Anyte 23 (Ap. 6).

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδειρος: -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ ποικιλόγηρυς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cou bigarré.
Étymologie: ποικίλος, δειρή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό
2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυςἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].

Greek Monotonic

ποικῐλόδειρος: -ον (δειρή), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόδειρος: с пестрой шейкой или с переливчатым голосом (ἀηδών Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.

Middle Liddell

ποικῐλό-δειρος, ον, δειρή
with variegated neck, Anth.