στομφάζω

From LSJ
Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομφάζω Medium diacritics: στομφάζω Low diacritics: στομφάζω Capitals: ΣΤΟΜΦΑΖΩ
Transliteration A: stompházō Transliteration B: stomphazō Transliteration C: stomfazo Beta Code: stomfa/zw

English (LSJ)

(στόμφος)

   A mouth, rant, vaunt, Ar.V.721 (anap.), Com.Adesp.1011.    2 speak a broad dialect, Hermog.Id.1.6.    3 = αἱμωδιάω, Jo.Sic. in Rh.6.225 W.

German (Pape)

[Seite 948] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = πλατειάζω, Hermogen.

Greek (Liddell-Scott)

στομφάζω: μέλλ. -άσω, (στόμφος) ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

1 parler avec emphase;
2 parler en ouvrant largement la bouche.
Étymologie: στόμφαξ.

Greek Monolingual

ΝΑ στόμφος
μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ
αρχ.
1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα
2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο
3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό.

Greek Monotonic

στομφάζω: μέλ. -άσω (στόμφος), φωνασκώ, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.

Russian (Dvoretsky)

στομφάζω: напыщенно говорить Arph.