χρυσίδιον

From LSJ
Revision as of 20:43, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίδιον Medium diacritics: χρυσίδιον Low diacritics: χρυσίδιον Capitals: ΧΡΥΣΙΔΙΟΝ
Transliteration A: chrysídion Transliteration B: chrysidion Transliteration C: chrysidion Beta Code: xrusi/dion

English (LSJ)

[σῑ], τό, Dim. of χρυσίον,

   A a small piece of gold, used in contempt, ἀργυρίδιον καὶ χ. τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες lsoc.13.4, cf. D.27.15; a small sum of money, Plu.Cleom.38.    2 Dim. of χρυσίς 1, IG12.369.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1380] τό, dim. von χρυσίον, ein kleines Stückchen Gold, Isae. 2, 9 Isocr. 13, 4 Dem. 27, 15.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίδιον: [σῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ χρυσίον, μικρὸν νόμισμα χρυσοῦν, Ἰσοκρ. 291Ε, Δημ. 818. 13· μικρὸν ποσὸν χρημάτων, Πλουτ. Κλεομ. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite pièce d’or;
2 petite somme d’argent.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. του χρυσίον)
1. μικρό χρυσό νόμισμα
2. μικρό χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-ίδιον)].

Greek Monotonic

χρῡσίδιον: [σῑ], τό, υποκορ. του χρυσίον, μικρό κομμάτι χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσίδιον: τό
1) золотая монетка Isocr.;
2) мелкие золотые украшения Dem.;
3) небольшая сумма денег (χ. οὐ πολύ Plut.).