ἀΐσθω
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
(ἄημι) Ep. Verb,
A breathe out, θυμὸν ἄϊσθε he was giving up the ghost, Il.20.403, cf. 16.468.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐσθω: (ἄημι) Ἐπ. ῥῆμα, ἐκπνέω, ἀποπνέω, θυμὸν ἄϊσθε, ἐξέπνευσε, Ἰλ. Υ. 403· θυμὸν ἀΐσθων, ἐκπνέων, ΙΙ. 468· πρβλ. ἀΐω = ἄημι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
souffler, exhaler.
Étymologie: cf. ἄω, ἄημι ; R. ἈϜ souffler.
Greek Monotonic
ἀΐσθω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ἄημι), εκπνέω, όπως το ἀποπνέω· θυμὸν ἄϊσθε, παρέδιδε το πνεύμα του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐσθω: выдыхать, испускать (θυμόν Hom.).