ἀμφινάω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A flow round about, ὕδατος ἀμφιναέντος Emp.84.
German (Pape)
[Seite 141] rings umfließen, ὕδατος ἀμφινάοντος Empedocl. 282.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινάω: περιρρέω, ὕδωρ ἀμφινάον Ἐμπεδ. 228.
Spanish (DGE)
fluir enteramente alrededor ὕδατος ... ἀμφιναέντος Emp.B 84.10.
Greek Monolingual
ἀμφινάω (Α)
ρέω, χύνομαι ολόγυρα από κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφινάω: течь вокруг, обтекать (ὕδατος βένθος ἀμφινάοντος Emped. ap. Arst.).