ἀνατήκω
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
A melt: metaph., relax, τὸ σῶμα ἡδοναῖς Plu.2.136b:— Pass., of snow, thaw, Plb.2.16.9.
German (Pape)
[Seite 211] zerschmelzen, auflösen, übtr., verweichlichen, ταῖς ἡδοναῖς τὰ σώματα Plut. de san. tu. p. 406. – Pass., schmelzen, zerfließen, vom Schnee, Pol. 2, 16; vom Eisen, Plut. de prim. frig. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατήκω: μέλλ. -ξω, τήκω, ἀναλύω, μεταφ., χαλαρώνω, μαλακύνω, ἡδοναῖς τὰ σώματα Πλούτ. 2. 136D: - Παθ., τήκομαι, «λυώνω», Πολύβ. 2. 16, 9.
French (Bailly abrégé)
faire fondre, amollir ; Pass. fondre.
Étymologie: ἀνά, τήκω.
Spanish (DGE)
1 derretir Meth.Res.1.44, ἀνατῆξον quizá derrítete, ablándate en un conjuro amoroso PMichael.27.8 (III/IV d.C.), en v. pas. οἱ δὲ χαλκεῖς τῷ ... ἀνατηκομένῳ σιδήρῳ ... παραπάσσουσι Plu.2.954a
•fig. ταῖς ἡδοναῖς ἀνατήκειν τὰ σώματα relajar, ablandar los cuerpos con placeres Plu.2.136b.
2 en v. med. derretirse de la nieve, Plb.2.16.9.
Greek Monolingual
ἀνατήκω (Α)
1. λειώνω, αναλύω (μέταλλο)
2. χαλαρώνω, κάνω μαλθακό, εξασθενώ (το σώμα).
Russian (Dvoretsky)
ἀνατήκω:
1) плавить, расплавлять, растоплять, pass. плавиться, таять (πλῆθος τῶν ἀνατηκομένων χιόνων Polyb.; χαλκὸς ἀνατήκεται Plut.);
2) размягчать, изнеживать, делать дряблым (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.).