ἀνακέλαδος

From LSJ
Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακέλᾰδος Medium diacritics: ἀνακέλαδος Low diacritics: ανακέλαδος Capitals: ΑΝΑΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: anakélados Transliteration B: anakelados Transliteration C: anakelados Beta Code: a)nake/lados

English (LSJ)

ὁ,

   A loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.

Greek Monolingual

ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].

Greek Monotonic

ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακέλᾰδος: ὁ шум, крик Eur.

Middle Liddell

a loud shout or din, Eur.