ἀντολή
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀνατολή, q.v.
German (Pape)
[Seite 264] ἡ, poet. für ἀνατολή, im plur., ἠελίοιο, Aufgang der Sonne, Od. 12, 4; oft bei Aesch. u. a. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντολή: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀνατολή.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνατολή.
English (Autenrieth)
(ἀνατέλλω): rising, only pl., ἀντολαὶ ἠελίοιο, Od. 12.4†.
Spanish (DGE)
v. ἀνατολή.
Greek Monolingual
ἀντολή κ. ἀντολίη, η (ποιητ.) (Α)
η ανατολή.
Greek Monotonic
ἀντολή: ἡ, ποιητ. αντί ἀνα-τολή.
Russian (Dvoretsky)
ἀντολή: ἡ поэт. = ἀνατολή.