διερευνητής

From LSJ
Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερευνητής Medium diacritics: διερευνητής Low diacritics: διερευνητής Capitals: ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: diereunētḗs Transliteration B: diereunētēs Transliteration C: dierevnitis Beta Code: diereunhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2.    II spy, D.H.4.43.

Greek (Liddell-Scott)

διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.

Greek Monolingual

ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.

Greek Monotonic

διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).

Middle Liddell

διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.