δρυκολάπτης
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
A v. δρυοκολάπτης.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.
Greek (Liddell-Scott)
δρυκολάπτης: ἴδε ἐν λ. δρυοκολάπτης
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.
Spanish (DGE)
(δρῠκολάπτης) -ου, ὁ pájaro carpintero Ar.Au.480, 979, Eust.664.37, cf. δρυοκολάπτης.
Greek Monolingual
δρυκολάπτης, ο (Α)
βλ. δρυοκολάπτης.
Greek Monotonic
δρυκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δρῠκολάπτης: ου ὁ Arph. = δρυοκολάπτης.