διεξοδεύω
English (LSJ)
A have a way out, escape, Hp.Epid.2.3.8; march out, J.BJ7.5.4. II c. acc., go through, λόγον S.E.M.2.9, al. III Pass., to be regularized, διεξωδευμένη φαντασία ib.7.166, al.
German (Pape)
[Seite 620] 1) durch- u. hinausgehen, Hippocr. – 2) λόγον, durchgehen, behandeln, Sext. Emp. oft, auch περίτινος.
Greek (Liddell-Scott)
διεξοδεύω: ἔχω ἔξοδον, εὑρίσκω διέξοδον, ἐκφεύγω, Ἱππ. 1027D. ΙΙ. μετ’ αἰτ., διεξέρχομαι, λόγον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 202, ἐν τῷ παθ.
Spanish (DGE)
I intr.
1 abrirse paso, salir οὖρα Hp.Epid.2.3.8, cf. I.BI 7.123.
2 ret. ser prolijo προσφυέστατος ... διεξοδεῦσαι naturalmente dado a salirse del tema dicho de Hipérides, Longin.34.2.
II tr.
1 repasar, desarrollar detalladamente, tratar λόγον S.E.M.2.9, cf. Simp.in Ph.470.3, Eus.DE 10.8 (p.490.11), ἕκαστα ... κατὰ γένη Plot.4.3.12, cf. 5.9.7, διεξοδεύεις καὶ ἀριθμεῖς Plot.6.6.16, cf. Porph.Sent.44, Origenes Cels.3.67, Phld.Cont.15.19 (aunque tal vez disentir o causar defección).
2 encaminar del principio al fin en v. pas. (ἡ φαντασία) διεξωδευμένη la fantasía bien encaminada S.E.M.7.166, cf. Cat.Apoc.10.1 (p.327.23)
•recorrer en v. pas. πέρας οὐδὲν τοῦ διεξοδευομένου καταλαμβάνεται no se observa ningún límite en lo que es recorrido Gr.Nyss.Or.Catech.56.1.
Greek Monolingual
διεξοδεύω (AM) διέξοδος
1. βρίσκω διέξοδο
2. πορεύομαι προς τα έξω
3. διεξέρχομαι
4. πραγματεύομαι, αναπτύσσω.
Russian (Dvoretsky)
διεξοδεύω: досл. проходить, перен. разъяснять, разбирать, развивать: ὁ λόγος ὁ ὑφ᾽ ἡμῶν διεξωδευμένος Sext. высказывание (суждение) в (том) смысле, в каком мы его изложили.