εἰστρέπομαι

From LSJ
Revision as of 10:22, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστρέπομαι Medium diacritics: εἰστρέπομαι Low diacritics: ειστρέπομαι Capitals: ΕΙΣΤΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: eistrépomai Transliteration B: eistrepomai Transliteration C: eistrepomai Beta Code: ei)stre/pomai

English (LSJ)

   A turn in, [τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4 :—Pass., fut. εἰστρᾰπήσομαι Antyll. ap. Aët.7.74.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέπομαι: μέσ., τρέπω πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ ἐντός, ὅταν καταπίῃ (ἡ σκολόπενδρα) τὸ ἄγκιστρον, ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον, εἴθ’ οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.

Spanish (DGE)

volverse, darse la vuelta hacia dentro ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός ... · εἶθ' οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντός Arist.HA 621a8, τὰ εἰστρεπόμενα μυδίῳ ἀποτείνειν de los bordes de una herida, Heliod. en Orib.46.10.4.

Greek Monolingual

εἰστρέπομαι (Α)
στρέφω προς τα μέσα.

Russian (Dvoretsky)

εἰστρέπομαι: поворачиваться (πάλιν ἐντός Arst.).