εὔκισσος

From LSJ
Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκισσος Medium diacritics: εὔκισσος Low diacritics: εύκισσος Capitals: ΕΥΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: eúkissos Transliteration B: eukissos Transliteration C: eykissos Beta Code: eu)/kissos

English (LSJ)

ον,

   A ivied, Ἑλικών AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1074] epheureich, Ἑλικών Diosc. 25 (VII, 407).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκισσος: -ον, πλήρης κισσοῦ, Ἑλικὼν εὔκισσος Ἀνθ. Π. 7. 407, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau lierre.
Étymologie: εὖ, κισσός.

Greek Monolingual

εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.

Greek Monotonic

εὔκισσος: -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκισσος: весь поросший плющом (Ἑλικών Anth.).

Middle Liddell

εὔ-κισσος, ον
ivied, Anth.