ἡμεροφανής
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
ές, shining by day, Pl. Def. 411b, Arist. Top. 142b1.
German (Pape)
[Seite 1166] ές, dasselbe, Arist. Top. 6, 4 nach Plat. defin. 411 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεροφᾰνής: -ές, ὁρατός ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἄστρον Ὅρ. Πλάτ. 411 Α, Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 14.
Greek Monolingual
ἡμεροφανής, -ές (Α)
ορατός κατά τη διάρκεια της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φανής (< θ. φαν- πρβλ. ε-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. επι-φανής, πασι-φανής].
Russian (Dvoretsky)
ἡμεροφᾰνής: видимый днем (ἄστρον Plat., Arst.).