Ζηνόφρων
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (Ζήν, φρήν)
A knowing the mind of Zeus, epith. of Apollo as revealing Zeus' will in oracles, AP9.525.7.
Greek (Liddell-Scott)
Ζηνόφρων: -ον, γεν. ονος, (Ζήν, φρὴν) ὁ γινώσκων τὸ φρόνημα ἢ τὰς βουλὰς τοῦ Διός, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς ἀποκαλύπτοντος τὴν βούλησιν τοῦ Διὸς διὰ τῶν χρησμῶν του, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· οὕτω καὶ Ζηνο-δοτήρ, ῆρος, αὐτόθι.
Greek Monotonic
Ζηνόφρων: -ον (Ζήν, φρήν), γεν. -ονος, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη θέληση του Δία, επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, καθώς θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του Δία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ζηνόφρων: ονος ὁ передающий мысли Зевса (Ἀπόλλων Anth.).
Middle Liddell
Ζηνό-φρων, ονος, [Ζήν, φρήν
knowing the mind of Zeus, of Apollo, Anth.