Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱστοριογράφος

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοριογράφος Medium diacritics: ἱστοριογράφος Low diacritics: ιστοριογράφος Capitals: ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: historiográphos Transliteration B: historiographos Transliteration C: istoriografos Beta Code: i(storiogra/fos

English (LSJ)

ὁ, writer of history, historian, Inscr.Prien. 37.107 (ii BC), Plb. 2.62.2, Phld. Rh. 1.359 S., DS. 1.9, Ath.Mech. 7.2, etc.; chronicler, as distd. from συγγραφεύς (writer of contemporary history), Sch. DT. p. 168H.; Ἔφορος ὁ ἱ., opp. Ἡρόδοτοςσυγγρ., Placit. 4.1.6; — Doric ἱστοριαγράφος, οἱ ἱ. οἱ συγγεγραφότες τὰς Μαγνήτων πράξεις SIG 560.13, cf. 702.3 (Delph., ii BC), 685.93 (Crete).

German (Pape)

[Seite 1271] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von συγγραφεύς, B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοριογράφος: ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, ἱστορικός, Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἁπλῶς διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
historien.
Étymologie: ἱστορία, γράφω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)
αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πεζο-γράφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱστοριογράφος: (ᾰ) ὁ историограф, историк Polyb., Diod., Plut.