κοπροφόρος

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφόρος Medium diacritics: κοπροφόρος Low diacritics: κοπροφόρος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: koprophóros Transliteration B: koprophoros Transliteration C: koproforos Beta Code: koprofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.

Greek Monolingual

κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριάκόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.