κρανοποιός

From LSJ
Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιός Medium diacritics: κρανοποιός Low diacritics: κρανοποιός Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kranopoiós Transliteration B: kranopoios Transliteration C: kranopoios Beta Code: kranopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰνοποιός: ὁ мастер шлемов или доспехов Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρανοποιός -οῦ, ὁ [κρανοποιέω] helmenfabrikant.