λεϊστός

From LSJ
Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεϊστός Medium diacritics: λεϊστός Low diacritics: λειστός Capitals: ΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: leïstós Transliteration B: leistos Transliteration C: leistos Beta Code: lei+sto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. ληϊστός.

German (Pape)

[Seite 26] ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.

Greek (Liddell-Scott)

λεϊστός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. ληϊστός.

English (Autenrieth)

see ληϊστός.

Greek Monolingual

λεϊστός και ληϊστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λεϊστός: -ή, -όν, = ληϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

λεϊστός: ион. = ληϊστός.