Ὀλυμπικός

From LSJ
Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπικός Medium diacritics: Ὀλυμπικός Low diacritics: Ολυμπικός Capitals: ΟΛΥΜΠΙΚΟΣ
Transliteration A: Olympikós Transliteration B: Olympikos Transliteration C: Olympikos Beta Code: *)olumpiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of Olympus, ἐσβολή Hdt.7.172 ; ὑπώρεια Plu.Aem.13.    2 of Olympia, Olympic, ὁ Ὀ. ἀγών the Olympic games, Th.1.6, Ar.Pl.583 ; ὁ Ὀ. λόγος title of work by Gorgias (Fr. 7) : -κός, ὁ, name of a month in Elis, Inscr.Olymp.8.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἐσβολή, Ἡρόδ. 7. 172. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Ὀλύμπια, ὁ Ὀλ. ἀγών, οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Ἀριστοφ. Πλ. 583.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’Olympie.
Étymologie: Ὀλυμπία.

Greek Monotonic

Ὀλυμπικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από τον Όλυμπο, σε Ηρόδ.
2. αναφερόμενο στην Ολυμπία, ὁ Ὀλυμπικὸς ἀγών, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπικός: ион. Οὐλυμπικός 3 олимпийский Her., Plut.

Middle Liddell

Ὀλυμπικός, ή, όν
1. of Olympus, Hdt.
2. of Olympia, Olympic, ὁ Ὀλ. ἀγών the Olympic games, Ar.