παραστείχω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
aor. παρέστῐχον,
A go past, pass by, c. acc. loci, h.Ap. 217 ; δόμους π. (prob. for δόμοις) A.Ch.568 : abs., pass by, S.OT808 (sed leg. ὄχους), AP9.679, Sammelb. 4312.9 (Ptolemaic), Ath.Mitt. 17.272 (ii A. D.). 2 transgress, ἤν τι τούτων ὧν λέγω -στείξῃς Herod.5.50. II pass into, enter, δόμους S.Ant.1255.
German (Pape)
[Seite 500] (στείχω), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.
Greek (Liddell-Scott)
παραστείχω: ἀόρ. παρέστῐχον, στείχω, περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 (ἔνθα τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. εἰσέρχομαι, δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρέστιχον;
1 passer auprès de, le long de, devant, acc.;
2 entrer dans, pénétrer dans, acc.;
3 s’approcher de, gén..
Étymologie: παρά, στείχω.
Greek Monolingual
Α
1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.)
2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ.
3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].
Greek Monotonic
παραστείχω: αόρ. βʹ παρέστῐχον,
I. πηγαίνω ή περνώ δίπλα από, με αιτ. τόπου, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ.
II. εισέρχομαι, μπαίνω, δόμους, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παραστείχω: (aor. 2 παρέστιχον)
1) проходить мимо (δόμους Aesch.);
2) входить (δόμους Soph.);
3) приближаться (ὄχου Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-στείχω, met acc. voorbijgaan. binnengaan.