ποδάνιπτρον

From LSJ
Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰνιπτρον Medium diacritics: ποδάνιπτρον Low diacritics: ποδάνιπτρον Capitals: ΠΟΔΑΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: podániptron Transliteration B: podaniptron Transliteration C: podaniptron Beta Code: poda/niptron

English (LSJ)

τό,

   A water for washing the feet in, mostly pl., Od.19.504; π. ποδῶν ib.343: sg., π. ἐκχεῖν Ar.Fr.306; dub. in Com.Adesp.35 (cod. Et.Gen.):—later ποδόνιπτρον, Ph.2.472, J.AJ 8.2.5, Iamb.Protr.21.ιά.

German (Pape)

[Seite 642] τό, Wasser, die Füße damit zu waschen, Fußwasser; im plur. Od. 19, 504; auch ποδάνιπτρα ποδῶν, 19, 343; später auch ποδόνιπτρον, vgl. Lob. Phryn. 689.

Greek (Liddell-Scott)

ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, (νίζω) ὕδωρ πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Τ. 504· π. ποδῶν Τ. 343 ἐν τῷ ἑνικ., π. ἐκχεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἴδε τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau d’un bain de pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.

English (Autenrieth)

(νίπτω): water for washing the feet, Od. 19.343 and 504.

Greek Monolingual

τὸ, Α
νερό για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου ποδαπό-νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον είναι μτγν.].

Greek Monotonic

ποδάνιπτρον: [ᾰ], τό, νερό για το πλύσιμο των ποδιών μέσα σ' αυτό, σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποδάνιπτρον: (ᾰ) τό тж. pl. вода для омовения ног, ножная ванна Hom., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδάνιπτρον -ου, τό [ποδανιπτήρ] badwater voor voeten.