ποικιλόγαρυς
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
French (Bailly abrégé)
dor. c. ποικιλόγηρυς.
English (Slater)
ποικῐλόγᾱρυς
1 with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόγᾱρυς: υος adj. дор. = ποικιλόγηρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόγᾱρυς -υος [ποικίλος, γῆρυς] Dor., met gevarieerde klanken.