πλαταγή

From LSJ
Revision as of 08:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγή Medium diacritics: πλαταγή Low diacritics: πλαταγή Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗ
Transliteration A: platagḗ Transliteration B: platagē Transliteration C: platagi Beta Code: platagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A rattle, Hellanic.104 (a J., Pherecyd. 72 J. ; ἡ Ἁρχύτου π. Arist.Pol.1340b26 ; π. χαλκείη, πυξινέη, A.R.2.1055, AP6.309 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, das Klatschen, jedes Geräusch, das durch das Zusammenschlagen zweier breiter Körper entsteht, bes. die Klapper, Arist. pol. 8, 6, D. Sic. 4, 13, χαλκῆ, mit der Herakles die stymphalischen Vögel verscheuchte, Schol. Ap. Rh. 2, 1057; vgl. Leon. Tar. 33 (VII, 309).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτᾰγή: ἡ, (πλατάσσω) κρότος, θόρυβος, Ἑλλάνικ. 61, Φερεκύδ. 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2 (ἔνθα ἴδε Göttling), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 309.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cliquette, sorte de castagnette.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος
αρχ.
είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαταγῶ].

Greek Monotonic

πλᾰτᾰγή: ἡ (πλατάσσω), κρότος, θόρυβος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτᾰγή: ἡ трещотка Arst., Diod., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλαταγή -ῆς, ἡ [πλαταγέω] castagnette.