πικρόγλωσσος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A of sharp or bitter tongue, ἀραί A. Th.787 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 614] von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόγλωσσος: -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au langage amer.
Étymologie: πικρός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη
αρχ.
εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].
Greek Monotonic
πικρόγλωσσος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή γλώσσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πικρόγλωσσος: полный горьких слов, горький (ἀραί Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] met bitterheid uitgesproken.