πολλαπλόος

From LSJ
Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλόος Medium diacritics: πολλαπλόος Low diacritics: πολλαπλόος Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: pollaplóos Transliteration B: pollaploos Transliteration C: pollaploos Beta Code: pollaplo/os

English (LSJ)

η, ον, contr. πολλα-πλοῦς, ῆ, οῦν,

   A manifold, many times as long, βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti.75b; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po.1457a35; π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8.    II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R.397e.

German (Pape)

[Seite 658] zsgzgn -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν, vielfach, mannichfaltig, ἀνὴρ διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς, im Ggstz des einfachen, offenen und graden, Plat. Rep. III, 397 e, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. πλοῦς, ῆ, οῦν, πολλάκις τοσοῦτος, βίος, διπλοῦς καὶ π. Πλάτ. Τίμ. 75Β· ὄνομα πολλαπλοῦν, τὸ ἐκ πολλῶν σύνθετον, ἀντίθετ. τῷ ἁπλοῦν, διπλοῦν, Ἀριστ. Ποιητ. 21, 3. ΙΙ. μεταφορ., ἀνὴρ διπλοῦς καὶ π., ὡς τὸ Λατ. multiplex, δηλ. οὐχὶ ἁπλοῦς καὶ εὐθύς, Πλάτ. Πολ. 397Ε.

French (Bailly abrégé)

όη, όον;
1 multiple;
2 fig. qui prend toutes sortes de formes, artificieux.
Étymologie: πολύς, -πλοος.

Greek Monotonic

πολλαπλόος: -η, -ον, συνηρ. -πλοῦς, -ῆ, -οῦν,
I. πολλαπλός, αυτός που είναι τόσες φορές μεγαλύτερος, σε Πλάτ.· ὄνομα πολλαπλοῦν, πολύπλοκο, αντίθ. προς το ἁπλοῦν, σε Αριστ.
II. μεταφ., ἀνὴρ πολλαπλόος, όχι απλός και ευθύς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλόος: стяж. πολλαπλοῦς 2
1) многократный, во много раз больший (βίος Plat.);
2) многосложный, составленный из многих элементов (ὄνομα Arst.);
3) многосторонний, многогранный (ἀνήρ Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαπλόος -όη -όον, contr. πολλαπλοῦς -ῆ -οῦν [πολύς, ~ διπλόος] veelvoudig:; βίος διπλοῦς καὶ πολλαπλοῦς een dubbel leven of één dat vele malen langer is Plat. Tim. 75b; ὄνομα πολλαπλοῦν een veelvoudig samengesteld woord Aristot. Poët. 1457a36; overdr.. ἀνήρ... πολλαπλοῦς een man die meerdere rollen speelt Plat. Resp. 397e.