πολυδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 18:41, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδάκτῠλος Medium diacritics: πολυδάκτυλος Low diacritics: πολυδάκτυλος Capitals: ΠΟΛΥΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polydáktylos Transliteration B: polydaktylos Transliteration C: polydaktylos Beta Code: poluda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A manytoed, Arist.HA499b8, PA659a23,al.

German (Pape)

[Seite 661] vielfingerig; ζῷα, Arist. partt. anim. 2, 16 H. A. 2, 10; Luc. am. 45.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδάκτυλος: -ον, ὁ πολλοὺς ἔχων δακτύλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 30, π. Ζ. Μορ. 2, 16, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυδάκτυλος, -ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν
1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δάκτυλος (πρβλ. μακρο-δάκτυλος)].

Russian (Dvoretsky)

πολυδάκτῠλος: многопалый (ζῷα Arst.).